Άνοιξα τα μάτια! Οι βροντές ορμούσαν βίαια στο σκοτεινό δωμάτιο κι ο ήχος της δυνατής βροχής σκέπαζε οποιονδήποτε άλλο ήχο! Ξυπόλητη πήγα στο παράθυρο! Άνοιξα τη βαριά κουρτίνα... κι έμεινα εκεί... ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα! Ξημέρωσε ή μπέρδεψα την ώρα και ήταν χαράματα; Το έχω ξανακάνει... καθόλου περίεργο! Ένα αμυδρό, γκριζοκίτρινο, θαρρείς λερωμένο, φως πρόσπαθησε να εισβάλλει στο δωμάτιο! Το ρολόι όμως διαφωνούσε με την αίσθηση του δικού μου χρόνου και φώναζε... 7.10... καταμεσής του καλοκαιριού!!! Έπρεπε να είχε ξημερώσει για τα καλά! Αλλά ναι... ξημέρωσε...